- αρχαϊκό
- Κατώτερη γεωλογική περίοδος του αρχαιοζωικού αιώνα, η αρχαιότερη χρονική περίοδος στη γεωλογική ιστορία της Γης. Σύμφωνα με άλλους είναι δεύτερη μετά τον αζωικό αιώνα. Η αρχή του, τόσο μακρινή μέσα στον χρόνο ώστε να είναι σχεδόν άγνωστη, πρέπει να συμπίπτει με τον σχηματισμό του πρώτου στερεού φλοιού, που ακολούθησε την αστρική φάση του σχηματισμού της Γης. Το τέλος του, αντίθετα, αν και ακόμα δεν έχει επιβεβαιωθεί, χαρακτηρίζεται από στρωματογραφική ασυμφωνία του κύκλου της ιζηματογένεσης της περιόδου αυτής, ως προς την επόμενη, το αλγκόνκιο. Η διάρκειά του υπήρξε μακρότατη και υπολογίζεται σε αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια. To πάχος των αποθέσεών του φτάνει πολλές χιλιάδες μέτρα. Το κυριότερο χαρακτηριστικό των πετρωμάτων είναι η μεταμόρφωση που υπέστησαν κατά τη διάρκεια του αιώνα αυτού, έτσι που η σημερινή τους όψη είναι τελείως διαφορετική από την αρχική.
Η μεταμόρφωση αυτή, η έντονη πτύχωση των πετρωμάτων και η πληθώρα των ρωγμών –που έχουν συχνά πληρωθεί από διεισδύσεις εκρηξιγενών πετρωμάτων– είναι τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα των μεγάλων διαταράξεων του φλοιού της Γης, κατά τη διάρκεια των οποίων ανορθώθηκαν τεράστιες οροσειρές (ορεογενετική φάση) που πάλι κατέπεσαν και ισοπεδώθηκαν από τη διαβρωτική ενέργεια. Οι διαταράξεις αυτές έγιναν επανειλημμένα κατά τη διάρκεια του α., αλλά, επειδή ακριβής διαχωρισμός δεν είναι δυνατόν να γίνει, οι γεωλόγοι τις συγκεντρώνουν σε έναν μόνο κύκλο, τον χουρώνιο. Στον κύκλο αυτό πρέπει επομένως να αποδοθούν οι οροσειρές, που πάνω στα υπολείμματά τους, τα οποία αποκαλούνται ασπίδες, έσπαζαν τα κύματα των ορεογενετικών πτυχώσεων των επόμενων γεωλογικών αιώνων. Αποτέλεσμα των ορεογενετικών αυτών κινήσεων ήταν η δημιουργία των πρώτων ξηρών και των πρώτων ωκεανών. Στον πυθμένα τους σχηματίστηκαν τα πρώτα ιζηματογενή πετρώματα της Γης, ενώ ταυτόχρονα τα διάπυρα υλικά από το εσωτερικό της Γης ανήλθαν στην επιφάνεια, για να σχηματίσουν τα εκρηξιγενή πετρώματα. Τόσο τα ιζηματογενή όσο και τα εκρηξιγενή πετρώματα, υπό την επίδραση διαφόρων ισχυρών παραγόντων (θερμοκρασία, πίεση κλπ.), μεταμορφώθηκαν και έτσι σχηματίστηκαν τα μεταμορφωσιγενή πετρώματα.
Μερικοί υποστηρίζουν ότι το α. υποδιαιρείται σε τέσσερις περιόδους: κατάρχαιο, σβιόνιο, βότνιο και λαδόγκιο, ενώ άλλοι σε δύο: οντάριο (κατώτερος α. αιώνας) και χουρώνιο (ανώτερος α. αιώνας). To πρώτο αποτελείται από ιζηματογενή πετρώματα μεγάλης έκτασης και άγνωστου πάχους (χαλαζίτες, αρκόζες, ασβεστόλιθους και κροκαλοπαγή), πάντοτε έντονα πτυχωμένα με πλήθος ρωγμές και διεισδύσεις γρανιτών, και από εκρηξιγενή πετρώματα (γνεύσιους, συηνίτες, διορίτες, γρανίτες), τόφους και πρασινόλιθους (οφίτες), που προέρχονται από τη μεταμόρφωση των εκρηξιγενών πετρωμάτων. Στο χουρώνιο υπάρχουν φυλλίτες, μαρμαρυγιακοί σχιστόλιθοι, ψαμμίτες και μάρμαρα, δηλαδή μεταμορφωμένα πετρώματα και ακόμα γάββροι, διαβάσεις, γρανίτες κλπ. Όλα τα πετρώματα παρουσιάζουν διεισδύσεις από άλλα εκρηξιγενή πετρώματα. Οι κλιματολογικές συνθήκες, που στο πρώτο διάστημα του α. πρέπει να ήταν πολύ διαφορετικές από οποιουδήποτε άλλου επόμενου αιώνα, υπήρξαν ευμετάβολες, όπως δείχνουν και οι παγετώδους προέλευσης αποθέσεις (τιλίτες), που παρεμβάλλονται ανάμεσα σε άλλες ερημικού περιβάλλοντος αποθέσεις, ειδικότερα στο χουρώνιο (κροκαλοπαγή, ψαμμίτες). Το οξυγόνο πρέπει να ήταν σπάνιο στην ατμόσφαιρα, αφού λείπει από τα πετρώματα της εποχής εκείνης το κόκκινο χρώμα, δείγμα οξείδωσης των ενώσεων του σιδήρου. Αντίθετα έχουν ανακαλυφθεί στα πετρώματα του α. ανθρακούχες ουσίες, που συνεπάγονται την ύπαρξη οργανισμών προσαρμοσμένων να δεσμεύουν τον άνθρακα και γι’ αυτό ίσως υπήρχαν πρωτόγονες μορφές ζωής, όπως τα βακτήρια, τα φύκια, οι μύκητες. Πρέπει όμως οι υποθέσεις αυτές να εξετάζονται με μεγάλη σύνεση, γιατί πολλά αινιγματικά ίχνη, που άλλοτε οι επιστήμονες τα απέδιδαν σε ζωντανούς οργανισμούς, αναγνωρίστηκε αργότερα ότι είναι ανόργανης φύσης.
Η γεωλογική αυτή περίοδος χαρακτηρίζεται από ορεογενετικά φαινόμενα που προσδιορίζουν στρωματογραφικές ασυμφωνίες (με κόκκινο).
Dictionary of Greek. 2013.